καθαγίαση

καθαγίαση
η
καθαγιασμός, εξαγιασμός: Μια φορά το χρόνο κάνουμε καθαγίαση του σπιτιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθαγίαση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαγιάζω, αγίασμα, εξαγνισμός, εξαγίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. στον λόγιο τ. καθαγίασις μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αγίασμα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 745 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτυλίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης …   Dictionary of Greek

  • εξαγιασμός — ο 1. μεταβολή ανθρώπου ή πράγματος σε άγιο, εξαγίαση, αγιοποίηση, καθαγίαση, εξαγνισμός 2. καθιέρωση, μεταβολή ενός τόπου σε ιερό, αφιέρωση ενός χώρου σε άγιο, στον θεό ή σε ναό …   Dictionary of Greek

  • καθαγιασμός — ο 1. καθαγίαση («καθαγιασμός τών υδάτων») 2. φρ. «καθαγιασμός δώρων» η μετουσίωση τού άρτου και τού οίνου σε σώμα και αίμα τού Κυρίου, που τελείται κατά το μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαγιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο… …   Dictionary of Greek

  • καθιέρευσις — καθιέρευσις, ἡ (Α) [καθιερεύω] καθαγίαση, καθοσίωση, θεοποίηση («ζῴων καθιερεύσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • καθιέρωση — η (Α καθιέρωσις, δωρ. τ. και καθιάρωσις [καθιερώ] αφιέρωση, ανάθεση στο θείο, καθαγίαση, καθορισμός κάποιου πράγματος ως αγίου, ως ιερού νεοελλ. 1. η κοινή αναγνώριση κάποιου πράγματος ως νόμιμου και παραδεκτού, η επικράτηση, η επισημοποίηση («η… …   Dictionary of Greek

  • λειψανοθήκη — η 1. θήκη στην οποία γίνεται η εναπόθεση τών οστών μετά την ανακομιδή 2. μικρό κιβώτιο από πολύτιμο συνήθως μέταλλο, χρυσό ή άργυρο, διακοσμημένο με ανάγλυφες εικόνες, πολλές φορές ναού ή ευαγγελίου, μέσα στο οποίο φυλάσσονται ιερά λείψανα, τα… …   Dictionary of Greek

  • χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — ο 1. η τελετή για την καθαγίαση του νερού από τον ιερέα: Όλοι γύρω σοβαροί παρακολουθούσαν τον αγιασμό. 2. το αγιασμένο νερό: Είχε μαζί της και μια κούπα για να πάρει αγιασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”